- πολυχοΐα
- ἡ, Α [πολύχους]ποικιλία ειδών, πολυείδεια* («τῶν μὲν ῥᾱόν τε λαβεῑν καὶ διαριθμῆσαι τα εἴδη, τῶν δὲ χαλεπώτερον διὰ τήν πολυχοΐαν», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύχοια — diversity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχοια — ἡ, Α [πολύχους] (σχετικά με δημητριακά) αφθονία, πολυκαρπία («πυρῶν πολύχοια γένοιτο», Μάξιμ.) … Dictionary of Greek
πολυχοίαν — πολυχοίᾱν , πολυχοία diversity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)